εἴκοσ'

εἴκοσ'
εἴκοσι , εἴκοσι
twenty
indeclform (numeral)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εικοσ(ι)πεντάρης — α, ικο που έχει ηλικία είκοσι πέντε ετών (πρβλ. σαρανταπεντάρης, εξηνταπεντάρης κτλ.), εικοσ(ι)πεντάχρονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικοσ(ι)τετράωρος — η, ο 1. που έχει διάρκεια 24 ωρών: Εικοσιτετράωρη απεργία. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσ(ι)τετράωρο, το χρονικό διάστημα 24 ωρών, το ημερονύκτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικοσ(ι)πεντάρι — το 1. παλιό χαρτονόμισμα αξίας εικοσιπέντε δραχμών 2. σύνολο εικοσιπέντε μονάδων …   Dictionary of Greek

  • εικοσ(ι)πενταριά — η σύνολο είκοσι πέντε όμοιων μονάδων (συνήθως με το μια ή καμιά): Είμαστε καμιά εικοσιπενταριά (περίπου είκοσι πέντε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

  • εφτακοσαριά — η [εφτακόσιοι] φρ. «καμιά εφτακοσαριά» σύνολο επτακοσίων περίπου μονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτακόσ(ι)α + κατάλ. αριά* (πρβλ. δεκ αριά, εικοσ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • κατοσταριά — ή φρ. «καμιά κατοσταριά» περίπου εκατό, πάνω κάτω εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)κατοστή + κατάλ. αριά, (πρβλ. διακοσ αριά, εικοσ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • πενηντάρης — ο, θηλ. α αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος τής ηλικίας του, πεντηκοντούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. άρης (πρβλ. εικοσ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • πενηνταριά — η (συν. σε συνεκφορά με το καμιά ή το μια) ποσότητα ή σύνολο από πενήντα ομοειδή, λίγο ή πολύ, πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. αριά (πρβλ. εικοσ αριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”